- ηδυνήθην
- αόρ. от δύνομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἠδυνήθην — δύναμαι to be able aor ind pass 3rd pl (attic epic doric aeolic) δύναμαι to be able aor ind pass 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)